- αποδεικτέος
- α, ον нуждёющийся в доказательстве, требующий доказательства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποδεικτέον — one must show masc acc sg ἀποδεικτέον one must show neut nom/voc/acc sg ἀποδεικτέος masc/fem acc sg ἀποδεικτέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδεικτέα — ἀποδεικτέον one must show neut nom/voc/acc pl ἀποδεικτέᾱ , ἀποδεικτέον one must show fem nom/voc/acc dual ἀποδεικτέᾱ , ἀποδεικτέον one must show fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἀποδεικτέος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)